Τον 6ο αιώνα πριν την απαρχή του χριστιανικού τρόπου χρονολογήσεως, στο άλσος των Διδύμων κτίστηκε ένας μεγαλοπρεπής Ναός. Ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε ωστόσο σήμερα γι’ αυτόν, και αυτό επειδή ο νεώτερος Ναός που θα κτιστεί εκεί επί Μακεδονοκρατίας, θα θεμελιωθεί ακριβώς επάνω στο σημείο που έστεκε ο αρχικός. Γνωρίζουμε ωστόσο, ότι έφερε πλούσιο διάκοσμο και ότι δίπλα του υπήρχε μεγαλειώδης υπαίθριος βωμός και υπόστεγο για την άνετη παραμονή των επισκεπτών. Πολλά επίσης ευμεγέθη φαλλικά γλυπτά βρίσκονταν τοποθετημένα κατά μήκος των δύο τμημάτων της Ιεράς Οδού.
Τον 5ο αιώνα π.α.χ.χ. οι Ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως άλλωστε και τα άλλα έθνη, Μήδοι, Φρύγες, Λυδοί κ.λ.π., έγιναν φόρου υποτελείς της μεγάλης Περσικής Αυτοκρατορίας. Η αντίσταση των Ελλήνων της Μιλήτου τιμωρήθηκε σκληρά από τους Πέρσες και, ανάμεσα σε πολλές άλλες καταστροφές, υπέστη σημαντική φθορά το Ιερό του Απόλλωνος, ενώ μετεφέρθη ως πολεμικό τρόπαιο στα Εκβάτανα, και συγκεκριμένα στο ανάκτορο του βασιλιά Δαρείου, το λατρευτικό χάλκινο άγαλμα του Θεού.
Περίπου ενάμιση αιώνα αργότερα η Περσική Αυτοκρατορία κατέρρευσε μπροστά στις σάρισες των Μακεδόνων του Αλεξάνδρου. Στην απελευθερωμένη Μίλητο, σε συνδυασμό με την επιστροφή από τα Εκβάτανα του λατρευτικού αγάλματος του Θεού Απόλλωνος από τον Σέλευκο τον Α, αποφασίστηκε επίσης η άμεση επαναλειτουργία του Ιερού των Διδύμων και η ανοικοδόμησή του επάνω σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Παιονίου και Δάφνη, εκ των οποίων ο πρώτος είχε σχεδιάσει και τον νεώτερο κολοσσιαίο Ναό της Θεάς Αρτέμιδος στην Έφεσσο. Μόνο που ο Ναός των Διδύμων, του οποίου η κατασκευή τελείωσε πιθανόν κάπου κοντά στο 300 π.α.χ.χ. αν και οι συνεχείς προσθήκες και τελειοποιήσεις του συνεχίζονταν για 4 ακόμα αιώνες (!), υπήρξε μεγαλύτερος από εκείνον της Εφέσσου και ένας από τους καλύτερους που κατασκευάστηκαν ποτέ στον Ελληνικό Κόσμο. Μιλάμε για έναν Ναό διαστάσεων 51,13 Χ 109,34 μ. με 10 + 10 προσόψιους και 19 + 19 πλευρικούς κίονες.
Κατά το σχήμα υπήρξε ένας μάλλον ασυνήθιστος Ναός. Αν και ήταν κανονικός δίπτερος, ο αχανής σηκός του, περιτριγυρισμένος από 120 ιωνικούς κίονες, ήταν υπαίθριος, σαν μία μεγάλη εσωτερική αυλή. Εκεί έστεκε και ένα μικρότερο οικοδόμημα ιωνικού ρυθμού και διαστάσεων 8, 24 Χ 14, 23 μ. με τετράστηλο πρόστοο. Η μνημειώδης είσοδος του πρόναου βρισκόταν υψωμένη κατά 1, 5 μέτρο, μετατρέποντας έτσι την εκεί πόρτα ουσιαστικά σε είσοδο ενός μεγάλου βάθρου, την οροφή του οποίου στήριζαν δύο πανύψηλοι κορινθιακοί κίονες και του οποίου βάθρου η χρησιμότητα εικάζεται σήμερα πως είχε να κάνει με την αναγγελία των χρησμών. Το βάθρο – πρόναος συνδεόταν τέλος απευθείας με τον σηκό, με μία πλατιά κλίμακα 24 σκαλοπατιών πλάτους 15 μ. Η πραγματική είσοδος των επισκεπτών στον υπαίθριο σηκό δεν γινόταν ωστόσο από εκεί, αλλά από 2 μικρότερες πλαϊνές θύρες και διαδρόμους.
Ο σηκός ήταν όπως είπαμε υπαίθριος, ξέσκεπος, ανοικτός στα «όμματα του ουρανού», ενώ το δάπεδό του που πλακοστρώθηκε μόλις επί Ρωμαιοκρατίας, βρισκόταν κατά τι χαμηλότερα από το επίπεδο του περιβάλλοντος οικοδομήματος. Στο μικρότερο, ιωνικού ρυθμού, ναϊδριο που ήδη αναφέραμε, φυλασσόταν το λατρευτικό άγαλμα του Θεού και κάποιοι πιστεύουν ότι σε εκείνο ακριβώς το σημείο έστεκε το αρχικό Μαντείο με την Ιερά Πηγή. Ο Στράβων αναφέρει ότι ακόμα και επί των ημερών του υπήρχε μέσα στον υπαίθριο σηκό συστοιχία θαμνοδέντρων δάφνης.
Επί Ρωμαιοκρατίας, το Μαντείο στα Δίδυμα γνώρισε καιρούς πολύ μεγάλης ακμής και σε κάποιες περιόδους ξεπέρασε σε αίγλη και φήμη ακόμα και εκείνο το πανάρχαιο των Δελφών. Προς τιμήν του Θεού Απόλλωνος «Διδυμαίου» καθιερώθηκαν μάλιστα και τακτικοί αθλητικοί αγώνες, τα λεγόμενα «Διδυμαία». Η ακμή όμως του Μαντείου τερματίσθηκε βάναυσα λίγους αιώνες αργότερα, επί του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου, ο οποίος αργότερα ανακηρύχθηκε «άγιος» από τους χριστιανούς.
Στις αρχές του 4ου αιώνος λοιπόν, ο Κωνσταντίνος συγκρούστηκε για τον θρόνο με τον ανταγωνιστή του Λικίνιο. Ήδη προ πολλού, επί αυτοκράτορος Αυρηλιανού, το Ελληνικό Δωδεκάθεο είχε αποκηρυχθεί από τον θρόνο της Ρώμης, σε μία εναγώνια προσπάθεια των «επί γης Θεών» του Καπιτωλίου να συνενώσουν τεχνητά τους υπηκόους τής καταρρέουσας Αυτοκρατορίας του 3ου αιώνος. Η απελπισμένη πράξη της κατεπείγουσας παραχώρησης του δικαιώματος του Ρωμαίου πολίτη σε κάθε υπήκοο της Αυτοκρατορίας από τον αυτοκράτορα Καρακάλλα δεν είχε βοηθήσει στο παραμικρό, και έτσι παίχθηκε το πονηρό χαρτί της Θρησκείας. Οι παραδοσιακή λατρεία των Ελληνορωμαϊκών Θεών αντικαταστάθηκε λοιπόν από τον Αυρηλιανό με την «στρατιωτική» ηλιολατρία του Θεού Μίθρα. Όταν λοιπόν ο –ακόμα μιθραϊστής, αλλά έχοντας ήδη προσεταιριστεί τους χριστιανούς- Κωνσταντίνος συγκρούστηκε με τον Λικίνιο για τον αυτοκρατορικό θρόνο, ο τελευταίος προσπάθησε να προσεταιριστεί τους Έλληνες και κατόρθωσε να πάρει υποστηρικτική δήλωση από το ιερό των Διδύμων, όταν υποσχέθηκε παλινόρθωση των παραδοσιακών Θεών. Όταν όμως ο Λικίνιος ηττήθηκε, ο Κωνσταντίνος διέταξε την δήμευση της περιουσίας του Ιερού του Θεού Απόλλωνος και την σύλληψη όλου του εκεί προσωπικού, τους οποίους θανάτωσε όλους με φρικτά βασανιστήρια.
Λίγο αργότερα, όταν ο Χριστιανισμός άρχισε την συστηματική εξόντωση των Εθνικών, το έρημο Ιερό λεηλατήθηκε και καταστράφηκε μερικώς από «διώκτες Ελλήνων» και άλλους μνησίκακους ζηλωτές της νέας Θρησκείας. Πολλούς αιώνες αργότερα, γύρω στο έτος 1493, το μεγαλύτερο τμήμα των έρημων και ρημαγμένων οικοδομημάτων του Μαντείου των Διδύμων κατέρρευσε από έναν μεγάλο σεισμό. Μόνο μερικοί κίονες και κάποια τμήματα από τους τοίχους του σηκού παρέμειναν όρθια, όπως και –παραδόξως- τα περισσότερα από τα φαλλικά αγάλματα της Ιεράς Οδού. Ωστόσο, αν και αναφέρεται ότι αυτά έστεκαν εκεί τουλάχιστον έως και το 1821, καταστράφηκαν και αυτά με την σειρά τους είτε από μωαμεθανούς, είτε από χριστιανούς της περιοχής και μόνον ελάχιστα έτυχε να διασωθούν και να δουν το φως του 20ου αιώνα, φιλοξενούμενα σε διάφορα Μουσεία της Ευρώπης. Ο αρχαιολογικός χώρος των Διδύμων ανασκάφτηκε συστηματικά από δυτικούς αρχαιολόγους με εργασίες που ξεκίνησαν το έτος 1906.
Βλάσης Γ. Ρασιάς
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Διιπετές», τεύχος 4, 1993)