Μετάφραση σελίδας

26/10/10

Έλληνες στη Σμύρνη σήμερα ....


Η γλώσσα μας ακούγεται ακόμα στην παραλιακή πόλη, από Ελληνες που ζουν εκεί και από απογόνους Τουρκοκρητικών
Στο μυαλό των περισσοτέρων η Σμύρνη ταυτίζεται με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον διωγμό του ελληνικού στοιχείου από τη Μικρά Ασία. Σήμερα, ενενήντα σχεδόν χρόνια μετά τα τραγικά γεγονότα, η Σμύρνη είναι μια σύγχρονη πόλη, «η πιο δυτική της γείτονος», που άλλοτε καλύπτει και άλλοτε απο-καλύπτει τις πληγές που ………

………. η ιστορία άφησε στους πρόσφυγες – τους «Τουρκόσπορους» και «Ρωμιόσπορους», όπως οι ντόπιοι υποτιμητικά αποκαλούν ακόμα και σήμερα.
Η «Κ» ταξίδεψε στην παραλιακή πόλη και γνώρισε τη Μαρία και την Αθηνά, τη «νέα» και την «παλιά» Σμυρνιά, και είδε την πόλη μέσα από τα μάτια τους. «Χαίρομαι που αποκτήσαμε απευθείας πτήση με Αθήνα, εύχομαι μια μέρα να μας έρχονται και εφημερίδες», ομολογεί η Αθηνά. «Εμαθα ελληνικά από τη μητέρα μου και μόνη μου, διαβάζοντας βιβλία και βλέποντας τηλεόραση». Σήμερα, ελληνικά διδάσκονται στο Ινστιτούτο Τομέρ και σε κάποια πανεπιστήμια. Ελληνικό σχολείο, βέβαια, δεν υπάρχει. Από την άλλη, η άρτι αφιχθείσα Μαρία επισημαίνει ότι η Σμύρνη της προσφέρει περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες απ’ ό, τι η πατρίδα της, Μυτιλήνη.
Η «Κ» συνάντησε επίσης πληθώρα Μουσουλμάνων Τουρκοκρητικών που ζουν σήμερα, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, στη Σμύρνη, τα Σώκια, το Κουσάντασι και το Νταβουτλάρ. Μιλούν ακόμη ελληνικά, τραγουδούν μαντινάδες και μακροημερεύουν τρώγοντας ελαιόλαδο και χόρτα. «Εμείς είμαστε Κρητικοί – έτσι μας μεγάλωσαν» εξηγούν στην «Κ». Ακόμα και σήμερα, η 3η και 4η γενιά επιδιώκουν να καλλιεργήσουν δεσμούς με την Ελλάδα. Παράδειγμα, η υπό εξέλιξη ίδρυση ενός ακόμα συλλόγου Τουρκοκρητικών στο Νταβουτλάρ. Ο 32χρονος πρόεδρος, Γιούνους, δήλωσε (στα αγγλικά) «είμαστε και εμείς κουζουλοί!». Σε όλους εμάς αφιέρωσαν μια μαντινάδα: «Ολοι μού λένε πως μεθώ, αλλά εγώ κρασί δεν πίνω. Ενα πουλάκι με μεθεί κι εγώ στο Θεό το αφήνω».
«Οποτε έχω φουρτούνες πάω στην Κρήτη, εκεί γαληνεύει η ψυχή μου»«Φτιάχνω κουλουράκια. Ο, τι ώρα θες, έλα». Ετσι, απλά και αβίαστα, απάντησε η μουσουλμάνα Τουρκοκρητικιά Οζλέμ -σε άπταιστα ελληνικά- στο αίτημά μου για συνέντευξη. Φτάνοντας σπίτι της, ανακάλυψα μια ελληνική φωλιά στην καρδιά της Σμύρνης: στην είσοδο σε καλωσορίζει μια «καλημέρα», στους τοίχους κρέμονται αναμνηστικά από την Κρήτη, ασπρόμαυρες φωτογραφίες της οικογένειας στα Χανιά, στα ράφια της βιβλιοθήκης βρίσκεις Ελύτη και στο ραδιόφωνο παίζει ασταμάτητα «Μελωδία». Η οικογένεια της 39χρονης καθηγήτριας Αγγλικών έφθασε πριν από τέσσερις γενιές στη Σμύρνη με την ανταλλαγή πληθυσμών.
«Οι γονείς μου μιλούσαν πάντοτε στα κρητικά όταν ήθελαν να πουν κάτι μυστικά», λέει η Οζλεμ στην «Κ», «τα ελληνικά συνόδευαν τα παιδικά μου χρόνια, καταλάβαινα λίγο, αλλά δεν μιλούσα». Πριν από 13 χρόνια, όμως, κάτι αλλάζει, όταν η Οζλεμ χάνει τον πατέρα της. «Αναζητούσα έναν τρόπο να τον κρατήσω ζωντανό μέσα μου και να τον γνωρίσω καλύτερα», εξηγεί, «έτσι αποφάσισα να μάθω ελληνικά, να πάω στην Κρήτη και να αποκωδικοποιήσω τα οικογενειακά μας… μυστικά ως ενήλικη πια!».
Η Οζλέμ διδάχθηκε 6 μήνες ελληνικά στο Ινστιτούτο Τομέρ στη Σμύρνη. «Υπήρχε μεγάλος ενθουσιασμός εκ μέρους των μαθητών, πολλοί είχαν κάνει διακοπές στην Ελλάδα. Καθώς, όμως, τα ελληνικά είναι πολύ δύσκολα μετά τον πρώτο μήνα μείναμε στην τάξη μόνο οι πρόσφυγες, γιατί έχουμε ένα μικρόβιο: δεν θέλουμε να ξεχάσουμε». Την πρώτη φορά στη Μεγαλόνησο τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα: «Εκλαιγα συνέχεια και ήθελα να αγκαλιάσω όλο τον κόσμο. Σε ένα καφενείο βρήκα τα μάτια του μπαμπά μου, σε μια αυλή το χαμόγελο της γιαγιάς μου». Η Οζλέμ δεν αναζήτησε τα σπίτια των δύο οικογενειών, «γιατί δεν είχε νόημα». Αρχισε, όμως, να επισκέπτεται τακτικά το νησί, παρακολούθησε εκ νέου μαθήματα ελληνικών, ενώ παράλληλα απέκτησε πολλούς Ελληνες φίλους. «Οι περισσότεροι είναι πρόσφυγες, Μικρασιάτες και Πόντιοι», υπογραμμίζει, «τους φιλοξενώ συχνά στη Σμύρνη και προσπαθούμε να βρούμε τα χνάρια των δικών τους οικογενειών – αλλά είναι σχεδόν αδύνατο».
Το «Οζλεμάκι», όπως την αποκαλούν οι φίλοι της στην Κρήτη, τους θυμίζει πολλές κρητικές συνταγές που οι σύγχρονοι Κρητικοί έχουν ξεχάσει, αλλά οι Τουρκοκρητικοί τις διατήρησαν με ζήλο. «Στο σπίτι μας μαγειρεύαμε μάραθο με αρνί, σπαράγγια με αυγά, ασκαλίβρι, τσιπόρτα, κοχλιούς και κακαβιά» περιγράφει «αλλά οι Ελληνες φίλοι μου ζητούν τουρκικές σπεσιαλιτέ». Οι Κρητικοί μουσουλμάνοι κράτησαν την κρητική διάλεκτο, καθώς και τις μαντινάδες. «Απέφευγαν, όμως, να επιδεικνύουν δημοσίως την ταυτότητά τους, γιατί τους αποκαλούσαν “ρωμιόσπορους”». Η 39χρονη έδωσε πλέον πολλές απαντήσεις για τη διαφορετικότητά της γνωρίζοντας τον κρητικό πολιτισμό. «Οποτε έχω φουρτούνες, παίρνω αεροπλάνα και βαπόρια και πάω Κρήτη: εκεί γαληνεύει η ψυχή μου».
«Δεν θα ξεχάσω το μεγάλο καράβι»«Κατέεις τουρκικά;» με ρωτάει γεμάτος απορία ο Αχμέτ τεντώνοντας το κρητικό μουστάκι του – χωρίς να συνειδητοποιεί το οξύμωρο της κατάστασης. Και καθώς τουρκικά δεν… κατέω, η συζήτησή μoυ με τους Τουρκοκρητικούς γίνεται στα ελληνικά με πολλές κρητικές εκφράσεις. Ο 49χρονος Αχμέτ έχει τρία «κοπέλια». Η οικογένειά του έφυγε από την Κρήτη 120 χρόνια τώρα και ο ίδιος δεν έχει πάει ποτέ, αλλά μοιάζει έτοιμος να χορέψει πεντοζάλι.
«Τρώω όλη τη σύνταξή μου στην Ελλάδα», λέει γελώντας ο Μπιλάλ, 75 χρόνων, «κάθε καλοκαίρι γυρίζω από την Καβάλα μέχρι την Κρήτη, έχω πολλούς φίλους – ακόμα και πολιτικούς!». Χάρη στην επιμονή και την υπομονή του κατόρθωσε να ανακαλύψει με 67 χρόνια καθυστέρηση τον θείο του, που χάθηκε κατά την ανταλλαγή. «Τον κράτησε μια Ελληνίδα στο χωριό, τον βάφτισε χριστιανό, αλλά όλοι τον φώναζαν Τουρκο-Λευτέρη», εξηγεί ο Μπιλάλ. «Αγαλλίασε η καρδιά μου, όταν τον βρήκα». Η ελληνική πλευρά, ωστόσο, δεν ενθουσιάστηκε. «Είπαν, ήρθε ο Τούρκος στο χωριό για να ζητήσει τα μετόχια του παππού του και δεν θέλησαν να με ματαδούνε». Ο 77χρονος Χουσεΐν επισκέπτεται συχνά τη Βόρεια Ελλάδα, αφού «όσο καιρό ήμουν μετανάστης στη Στουτγάρδη έκανα πολλούς φίλους Ελληνες, δεν έμαθα ποτέ γερμανικά, αλλά τελειοποίησα τα ελληνικά μου!».
Ο 49χρονος Χασάν με υποδέχεται με μεγάλη αγωνία προτάσσοντάς μου ένα μεγάλο κουτί με οικογενειακά κειμήλια. «Εδώ είναι η θεία μου η δασκάλα, που της είχε χαρίσει ο Βενιζέλος ένα χρυσό ρολόι». Η οικογένεια Καραχασανάκη ζούσε στη Σητεία μέχρι το 1923. Η θεία του Χασάν, η Ασιγιέ, έφθασε στη Σμύρνη πέντε ετών. «Θυμάμαι το σπίτι μας στην Κρήτη, τη γειτονοπούλα μου τη Μερόπη που παίζαμε μαζί στην αυλή», αποκρίνεται. «Δεν θα ξεχάσω το μεγάλο καράβι που ήλθε μια μέρα να μας πάρε – είχα στυλώσει τα πόδια μου στη γη και αρνιόμουν να ανέβω».
«Οταν ζεις εδώ δίνεις τα χέρια, αφήνεις πίσω σου το παρελθόν»Στις 4 Οκτωβρίου 2009 η Ελλάδα άλλαζε κυβέρνηση και η Μαρία Βουγιούκα μετακόμιζε από τη Μυτιλήνη στη Σμύρνη. Επρόκειτο για μια… προμελετημένη ενέργεια. «Μάθαινα τουρκικά για 9 χρόνια, ενώ ένα μήνα τον χρόνο ζούσα στην απέναντι όχθη για να κάνω εξάσκηση» εξηγεί. «Είχα κάνει stage στο Εμπορικό Επιμελητήριο της Σμύρνης». Στη Μυτιλήνη η Μαρία δίδασκε τουρκικά, στη Σμύρνη σήμερα δουλεύει ως μεταφράστρια και καθηγήτρια ελληνικών, ενώ μαθαίνει ιαπωνικά. «Επαγγελματικά και οικονομικά είμαι πολύ καλύτερα εδώ», ομολογεί η 30χρονη γυναίκα. Στην παραλιακή τουρκική πόλη παρατηρείται αυξανόμενο ενδιαφέρον για την ελληνική γλώσσα, αλλά μεγάλη έλλειψη δασκάλων ελληνικής. «Η συντριπτική πλειονότητα των μαθητών μου είναι επιχειρηματίες».
Η Μαρία φαίνεται να επέστρεψε στις ρίζες της, μια που ο παππούς και η γιαγιά της ήταν Μικρασιάτες. «Η Σμύρνη αποπνέει ακόμα κάτι ελληνικό» παρατηρεί η Μαρία, αν και στην πόλη ζουν μερικές δεκάδες Ελληνες. «Στις μεγάλες γιορτές μαζευόμαστε στην Αγία Φωτεινή». Η νεαρή επαγγελματίας δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να ζήσει όλη της τη ζωή στη Σμύρνη. «Αν η δουλειά πάει καλά, γιατί όχι;» απαντά, «μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να κάνει εδώ οικογένεια, όχι απαραίτητα με Τούρκο, η Σμύρνη είναι πολυπολιτισμική». Η Μαρία νιώθει ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη και ασφαλής. «Ως Ελληνίδα με προσέχουν περισσότερο», επισημαίνει. Οι περισσότεροι φίλοι της είναι Τούρκοι ή Ελληνες που εργάζονται στο ΝΑΤΟ. Μια φορά τον μήνα επισκέπτεται την οικογένειά της, που βρίσκεται άλλωστε σε απόσταση… αναπνοής. «Εχω συνέχεια μουσαφίρηδες από Μυτιλήνη, που χαίρονται ιδιαίτερα να έχουν μια φίλη στο εξωτερικό!». Οι δικοί της δεν ανησυχούν. «Ξέρουν ότι έχω καλούς φίλους που θα με συντρέξουν σε οτιδήποτε συμβεί», διευκρινίζει η Μαρία.
Μπορεί η νεαρή Μυτιληνιά να αποτελεί τη νέα «γενιά» Ελλήνων της Σμύρνης, η Αθηνά Σαμόγλου, όμως, είναι γέννημα – θρέμμα Σμυρνιά. «Η οικογένειά μου μετακόμισε από την Κωνσταντινούπολη στη Σμύρνη τη δεκαετία του ’50», αναφέρει στην «Κ», «εγώ γεννήθηκα εδώ». Η Αθηνά έμαθε ελληνικά από τη μητέρα της, αφού ελληνικό σχολείο στη Σμύρνη δεν υπάρχει μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τα ιστορικά γεγονότα δεν συζητιούνται πολύ στην παραλιακή πόλη. «Οταν ζεις εδώ αναγκάζεσαι να δώσεις τα χέρια, να αφήσεις το παρελθόν πίσω σου, για να συνεχίσεις», εκτιμά η κ. Σαμόγλου.
«Αισθάνομαι όμορφα, ίσως επειδή βρίσκομαι στη Σμύρνη, που είναι η πιο ευρωπαϊκή πόλη της Τουρκίας», δηλώνει στην «Κ» η κ. Σαμόγλου, που εργάζεται ως καθηγήτρια πιάνου και έχει έναν γιο 19 ετών.
Η προοδευτική βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων χαροποιεί ιδιαίτερα την Ελληνίδα Σμυρνιά. «Ενθαρρύνω Ελληνες να μετακομίσουν εδώ – δεν πρόκειται να βρουν άλλη πόλη που να τους θυμίζει τόσο έντονα Ελλάδα».