Μετάφραση σελίδας

28/10/10

Σοφία Βέμπο - Η Τραγουδίστρια της Νίκης


Η Σοφία Βέμπο (Καλλίπολη Ανατολικής Θράκης, 1910Αθήνα, 11 Μαρτίου 1978) ήταν κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια και ηθοποιός της οποίας η καλλιτεχνική πορεία εκτείνεται από το Μεσοπόλεμο έως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τη δεκαετία του ’50. Χαρακτηρίστηκε "Τραγουδίστρια της Νίκης" εξαιτίας των εθνικών τραγουδιών που ερμήνευσε κατά τη διάρκεια του Ελληνο-ιταλικού πολέμου του 1940.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Σοφία Μπέμπο. Γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 όπου ο πατέρας της Θεόδωρος Μπέμπος, καταγόμενος από την Τσαριτσάνη είχε εγκατασταθεί εκεί δουλεύοντας ως καπνεργάτης. Το 1912 η οικογένειά της μετεγκαταστάθηκε στη Κωνσταντινούπολη, όπου εκεί γεννήθηκε ο αδελφός της Γεώργιος, ο επιλεγόμενος Τζώρτζης, η αδελφή της Αλίκη και ο μικρότερος αδελφός της Αλέκος. Το 1914 με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών που συνομολόγησε η κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου, η οικογένειά της αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, όπου και επέστρεψε στη Τσαριτσάνη και από εκεί εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βόλο.
Στο Βόλο η Έφη Μπέμπο, όπως αρέσκονταν να λέγεται, μετά τις εγκύκλιες σπουδές της αναγκάστηκε λόγω φτώχειας να δουλεύει για να βοηθήσει την οικογένειά της. Έτσι ξεκίνησε να δουλεύει ταμίας στο κατάστημα "Φλωρία" του Βόλου. Παράλληλα της άρεσε η μουσική και αγοράζοντας μία κιθάρα άρχισε να εξασκείται σ΄ αυτή με τη βοήθεια της φίλης της Μαρίτσας Χασάπη.
Τον Σεπτέμβριο του 1933 αποφάσισε να πάει στη Θεσσαλονίκη να βρει τον αδελφό της Τζώρτζη που σπούδαζε εκεί που είχε καιρό να στείλει γράμμα. Έτσι παίρνοντας την κιθάρα της επιβιβάστηκε στο Α/Π ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ όπου στη διάρκεια του ταξιδιού της άρχισε με την κιθάρα της το τραγούδι. Σε ελάχιστο χρόνο όλοι οι επιβάτες του πλοίου και το πλήρωμα βρίσκονταν γύρω της και την χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι από τη φωνή της. Αυτή θεωρητικά ήταν και η πρώτη δημόσια εμφάνιση της Σοφίας.
Μεταξύ των επιβατών ήταν και ένας καλλιτεχνικός διευθυντής που, ακούγοντάς την, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που στο τέλος την πλησίασε και της συστήθηκε, Κωνσταντίνος Τσίμπας, ήταν ο μεγαλύτερος ιμπρεσάριος της Θεσσαλονίκης, (που αργότερα αποδείχθηκε και πράκτορας των Γερμανών), ο οποίος και πρότεινε στη Μπέμπο με την άφιξή της στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει στο μεγάλο κοσμικό κέντρο ΑΣΤΟΡΙΑ. Φθάνοντας η Μπέμπο στη Θεσσαλονίκη όπου την περίμενε ο αδελφός της συζήτησε την πρόταση του Τσίμπα όπου και με τη συγκατάθεση εκείνου η Μπέμπο την επομένη ξεκίνησε τις πρώτες καλλιτεχνικές της εμφανίσεις, όπου οι θαμώνες κάθε βράδυ παρέτειναν το πρόγραμμά της με τα συνεχή χειροκροτήματά τους.
Η πρώτη αυτή καταξίωση της Σοφίας Βέμπο στο αθηναϊκό κοινό προκάλεσε την ανανέωση του συμβολαίου της και την εμφάνισή της σε δύο θέατρα, στο Κεντρικόν και το Μουντιάλ. Η φήμη της όμως έφθασε στην Αίγυπτο όπου η Βέμπο ανταποκρινόμενη στη πρόσκληση εμφανίζεται στο "Γκραν Τριανόν" της Αλεξάνδρειας με τεράστια και εκεί επιτυχία. Επιστρέφοντας, το 1934 συνεχίζει τις παραστάσεις της στο θερινό θέατρο του Σαμαρτζή επί της οδού Καρόλου με νέα τραγούδια που γράφονται γι΄ αυτήν και που γίνονται αμέσως επιτυχίες όπως τα "Μαύρα μου μάτια", "Μη ζητάς φιλιά", ενώ μαζί της εμφανίζεται και η αδελφή της Αλίκη.
Η πρώτη ηχογράφηση τραγουδιών της Βέμπο έγιναν στην εταιρεία Παρλοφόν, μετά την αρχική άρνηση του Α. Βιτάλη, υπεύθυνου της εταιρείας Κολούμπια, με το αιτιολογικό ότι η φωνή της Βέμπο ξέφευγε από το καθιερωμένο τότε στυλ της λετζέρα σοπράνο. Όταν όμως αντελήφθη πόσο λάθος είχε από την μεγάλη επιτυχία που σημείωσε το "Μη ζητάς φιλιά" έσπευσε αμέσως στη Βέμπο και σύναψε συμβόλαιο μεγάλης περιόδου. Έτσι όλα τα επόμενα τραγούδια τα ηχογραφούσε η Κολούμπια σε δίσκους των 78 στροφών με πρώτο το "Σ΄ αγαπώ" που είχε ομοίως τεράστια επιτυχία. Το ίδιο έτος (1934) ακολούθησε και το τραγούδι "Για το φιλί σου το στερνό".
Το 1935 η Βέμπο τραγουδά το "Ας πεθάνω" του οποίου οι στίχοι ήταν δικοί της, που υπήρξε νέα μεγάλη επιτυχία. Τότε και επιστρατεύτηκαν όλοι σχεδόν οι στιχουργοί να της γράφουν τραγούδια με πρώτο τον Κώστα Γιαννίδη και συνθέτη τον Σογιούλ. Έτσι αυτό το έτος ακολουθούν τα τραγούδια "Αφήστε με να πιω", "Να γιατί ακόμα σ΄ αγαπώ", "Δεν έχεις τίποτα, μα έχεις κάτι" και το "Κι αν μ΄ αγαπάς μη μου το πεις". Το 1936 νέες επιτυχίες της Βέμπο που τραγουδά όλη η Αθήνα είναι "Συγνώμη σου ζητώ συγχώρεσέ με" και το "Κάτι με τραβά κοντά σου", σε μουσική Σογιούλ και στίχους Γαϊτάνου.
Παράλληλα άρχισε να ηχογραφεί ερωτικά τραγούδια της εποχής και γρήγορα καταξιώθηκε λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής της. Συμμετέχει επίσης σε ελληνικές ταινίες όπως η "Προσφυγοπούλα" το 1938.
Η έκρηξη στην καριέρα της ήρθε με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940. Τότε όλες οι επιθεωρήσεις προσαρμόζουν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα και τα τραγούδια επανεγγράφονται με πατριωτικούς στίχους. Η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και η φωνή της γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο και συγκλονίζει το πανελλήνιο. Την ίδια εποχή σε μία συμβολική πράξη προσφέρει στο Ελληνικό Ναυτικό 2000 χρυσές λίρες. Με την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα φυγαδεύεται στη Μέση Ανατολή όπου συνεχίζει να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα.
Το 1949 απόκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο, το "Θέατρον Βέμπο". Μετά από μακροχρόνιο δεσμό με το Μίμη Τραϊφόρο παντρεύτηκαν τελικά το 1957, ένας δεσμός πολυκύμαντος που διήρκεσε μέχρι το θάνατό της και υπήρξε καταλυτικός για τη μεγάλη ερμηνεύτρια. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της, τις οποίες σταματά οριστικά στις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Τη βραδιά του "Πολυτεχνείου" η Βέμπο ανοίγει το σπίτι της και κρύβει φοιτητές τους οποίους αρνείται να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτυπά την πόρτα της.
Πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 11 Μαρτίου του 1978 και η κηδεία της μετατράπηκε σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο. Η Τραγουδίστρια της Νίκης αποθεώνεται εκείνη τη μέρα από τον ελληνικό λαό που τη θεωρούσε ηρωίδα του.

Α'   Νεκροταφείο   Αθηνών  -   Τάφος   Σοφίας   Βέμπο