Ο
Όμηρος φέρεται ως ο συγγραφέας των ποιητικών κειμένων της
Ιλιάδας και της
Οδύσσειας, από τα πρώτα κείμενα της Ιστορικής περιόδου της αρχαίας Ελλάδας, γνωστά ως «Ομηρικά Έπη». Για τη ζωή του υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες, και αυτές αντιφατικές, ενώ η φιλολογική επιστήμη των δύο τελευταίων αιώνων αμφισβήτησε ακόμη και την ύπαρξή του. Με κριτήρια τα χαρακτηριστικά των έργων, είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η
Ιλιάδα και η
Οδύσσεια γράφτηκαν τον 8ο αι. π.Χ. (μερικοί μελετητές, π.χ. M.L. West, προτιμούν ημερομηνίες μέχρι και το πρώτο μισό του 7ου αι. π.Χ.), με την
Ιλιάδα να είναι προγενέστερη, ενδεχομένως και κατά μερικές δεκαετίες. Στον Όμηρο κατά καιρούς αποδόθηκαν και άλλα έργα, τα οποία σήμερα είναι δεκτό ότι δεν είναι δικά του, αλλά ακόμη είναι αμφισβητήσιμο το αν τα δύο μεγάλα έπη είναι έργα του ίδιου ποιητή. Η
Ιλιάς αποτελείται από 15 693
στίχους και αναφέρεται στις τελευταίες πενήντα μία (51), αποφασιστικής σημασίας ημέρες του πολέμου της
Τροίας, ο οποίος συνολικά διήρκεσε, σύμφωνα με το μύθο, 10 χρόνια. Η
Οδύσσεια αποτελείται από περίπου 12.000 στίχους και περιγράφει τις επίσης δεκαετούς διάρκειας περιπλανήσεις του βασιλιά της
Ιθάκης,
Οδυσσέα, κατά τη μετάβαση από την Τροία που είχε αλωθεί, στην πατρίδα του.
Αρχαίες μαρτυρίες για τη ζωή και το έργο του
Διαθέτουμε επτά βίους του Ομήρου που προέρχονται από την αρχαιότητα. Η καταγωγή του φαίνεται πως ήταν από την Ιωνία και θρυλείται ότι επτά πόλεις ερίζουν για την καταγωγή του, με επικρατέστερες τη
Σμύρνη και τη
Χίο. Ως γονείς του αναφέρονται ο Μαίων και η Κριθηίδα και λέγεται ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Μελησιγένης, επειδή γεννήθηκε κοντά στον ποταμό Μέλητα της Σμύρνης και ότι πήρε αργότερα το όνομα «Όμηρος», είτε επειδή ήταν τυφλός, είτε επειδή ήταν όμηρος των Κολοφωνίων στον πόλεμο με τη Σμύρνη. Σύμφωνα με τους βίους του, περιόδευσε απαγγέλλοντας τα έργα του στις ελληνικές πόλεις, απέκτησε μεγάλη φήμη, αλλά σε ένα διαγωνισμό με τον
Ησίοδο στη
Χαλκίδα δεν πήρε βραβείο επειδή προτιμήθηκε ο Ησίοδος ως ποιητής που εξυμνούσε την ειρήνη. Ως τόπος θανάτου του παραδίδεται η
Ίος.
[1]
Εκτός από την
Ιλιάδα και την
Οδύσσεια, στην αρχαιότητα αποδόθηκαν στον Όμηρο και άλλα έπη του
τρωικού κύκλου, αρκετοί θρησκευτικοί ύμνοι, η επική παρωδία
Βατραχομυομαχία και μια κωμική διήγηση για έναν χαζό ήρωα, τον Μαργίτη.
[2]
Η σύγχρονη έρευνα, και ειδικότερα όσοι δέχονται ότι ο Όμηρος μπορεί να θεωρηθεί πραγματικό πρόσωπο, τοποθετεί τη ζωή του στον 8ο αι. π.Χ. και θεωρεί πιθανό ότι ήταν Ίωνας αοιδός, συνεχιστής μιας μακραίωνης παράδοσης προφορικών ηρωικών αφηγήσεων, που συνέθεσε την
Ιλιάδα γύρω στο 750 π.Χ. και την
Οδύσσεια (αν όντως συνέθεσε και τα δύο έργα) γύρω στα 710 π.Χ.
[3]
Φανταστική προτομή του Ομήρου, ρωμαϊκό αντίγραφο (2ος αιώνας) του αυθεντικού ελληνικού (2ος αιώνας π.Χ.).
Μουσείο του Λούβρου (Ma 440)
Το ομηρικό ζήτημα
Η Αποθέωση του Ομήρου σε γλυπτό. Μαρμάρινο ανάγλυφο του
Αρχίλαου της Πρήνης. 3ος αιώνας π.χ., Βρετανικό μουσείο.
Υπό τον όρο «ομηρικό ζήτημα» ομαδοποιούνται πολλά ερωτήματα που έχουν σχέση με την πατρότητα, τον τρόπο σύνθεσης και την καταγραφή της
Ιλιάδας και της
Οδύσσειας. Ειδικότερα, έχουν τεθεί τα θέματα:
- Ήταν πραγματικό πρόσωπο ο Όμηρος; Πότε έζησε, πώς συνέθεσε ή έγραψε τα έργα του και ποια είναι αυτά;
- Τα κείμενα που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα είναι έργα του ίδιου ποιητή; Κάποιες υφολογικές αλλά και πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των δύο ποιημάτων καθιστούν πιθανό το γεγονός να μην γράφτηκαν από τον ίδιο συγγραφέα, χωρίς κάτι τέτοιο να μπορεί να αποδειχθεί με βεβαιότητα.
- Τα κείμενα είναι ενιαίες ποιητικές συλλήψεις ή αποτελούνται από διάφορα στρώματα; Αρκετοί έχουν υποστηρίξει ότι τα σημερινά κείμενα προέρχονται από συνένωση πολλών τμημάτων ή επέκταση παλαιοτέρων. Απέναντι σε αυτήν την «αναλυτική» θεωρία τάσσονται οι «ενωτικοί» που υποστηρίζουν ότι στο καθένα μπορεί να διακριθεί μία συνεπής λογοτεχνική σύλληψη και πραγμάτωση από ένα άτομο. Η σύγκριση με προφορικά έπη έδειξε ότι οι προφορικοί ποιητές, με τεχνικές που δεν είναι οικείες σε μια εγγράμματη κοινωνία, μπορούν να συνθέσουν και να απομνημονεύσουν ποιήματα μεγάλης έκτασης.
- Από την προφορική θεωρία, προκύπτει το ερώτημα ποια ήταν η συμβολή της γραφής στη σύνθεση των ποιημάτων: καταγράφηκαν την εποχή που συνθέθηκαν κατά τη διάρκεια της απαγγελίας, υπαγορεύτηκαν από τον ποιητή ή επιβίωσαν προφορικά και καταγράφηκαν αργότερα;
Αναλυτική θεωρία
Η παρουσία κάποιων αντιφάσεων, λογικών κενών ή χασμάτων στο κείμενο της
Ιλιάδας και της
Οδύσσειας οδήγησε στην υπόθεση ότι τα σωζόμενα κείμενα δεν είναι ενιαίες ποιητικές συλλήψεις αλλά συνένωση περισσοτέρων έργων. Οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας ονομάστηκαν «αναλυτικοί» και οι απόψεις του μπορούν να διαιρεθούν σε επιμέρους τάσεις. Για την
Ιλιάδα, μία από τις αναλυτικές θεωρίες ήταν η
θεωρία της επέκτασης, που υποστηρίχθηκε κυρίως από τον Gottfried Hermann (1772-1848): σύμφωνα με αυτή, υπήρχε ένα παλαιό κείμενο, μια αρχική Ιλιάδα, που σταδιακά επεκτάθηκε και πήρε τη σημερινή μορφή. Η
θεωρία των ασμάτων, που αναπτύχθηκε από τον Karl Lachmann, θεωρούσε την Ιλιάδα συνένωση μικρότερων επικών ασμάτων (ο Lachmann εντόπιζε περίπου δεκαέξι άσματα). Συγγενική ήταν η
θεωρία της συγκόλλησης, με βασικό εκπρόσωπο τον A. Kirchhoff, κατά τον οποίο η
Ιλιάδα δημιουργήθηκε από συνένωση μικρότερων επών.
[4] Ο ίδιος επιχείρησε ανάλογη ανάλυση και για την
Οδύσσεια, για την οποία διατυπώθηκε και μια άλλη άποψη, η
θεωρία του διασκευαστή, δηλαδή η άποψη ότι υπήρχε μια αρχική Οδύσσεια που επεκτάθηκε στη συνέχεια με προσθήκες ενός διασκευαστή που υστερούσε σε ποιητική αξία από τον ποιητή του αρχικού έργου.
Προφορικότητα και γραφή
Διαφορετική κατεύθυνση δόθηκε στην ομηρική έρευνα από τη σύγκριση με τις τεχνικές της
προφορικής ποίησης. Οι Milman Parry και Albert Lord, βασισμένοι στη διαπίστωση ότι τα δύο έπη εμφανίζουν στερεότυπες σκηνές και εκφράσεις, που συχνά επαναλαμβάνονται αυτούσιες, αξιοποίησαν τις έρευνές τους για την προφορική ηρωική ποίηση γης Γιουγκοσλαβίας για να φωτίσουν τον τρόπο σύνθεσης της
Ιλιάδας και της
Οδύσσειας και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα δύο κείμενα παρουσιάζουν ανάλογη τεχνική, αφού βασίζονται σε ένα σύνολο στερεότυπων μικρότερων ή μεγαλύτερων φράσεων (
λογοτὐπων) και τυποποιημένων σκηνών.
Σήμερα είναι αποδεκτό το γεγονός ότι οι τεχνικές στις οποίες βασίστηκε η σύνθεση των δύο επών είναι οι τεχνικές της προφορικής ποίησης, όπως είχαν διαμορφωθεί τους προηγούμενους αιώνες. Η παράδοση τροφοδότησε τον ποιητή τους με μια ειδική τεχνητή διάλεκτο, με στοιχεία διαφόρων εποχών και περιοχών και πολλά συνώνυμα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε διαφορετικές μετρικές θέσεις, ένα σύνολο λογοτύπων που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες θέσεις του στίχου, τυπικές σκηνές και τυποποιημένα ευρύτερα επεισόδια.
[6] Η συμβολή της γραφής στη σύνθεση ή την καταγραφή της
Ιλιάδας και της
Οδύσσειας είναι δύσκολο να καθοριστεί και έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις: μπορεί ο ποιητής να χρησιμοποίησε τη γραφή για να κάνει ένα σχέδιο της δομής και της σύνδεσης διαφόρων επεισοδίων, ή να υπαγόρευσε σε κάποιον το ποίημα. Είναι βέβαιο ότι και τους επόμενους αιώνες τα έπη είχαν συντηρηθεί στην προφορική παράδοση και απαγγέλλονταν, αλλά δεν γνωρίζουμε αν υπήρχε κάποιο παγιωμένο γραπτό κείμενο. Από τον 6ο αι. π.Χ. μαρτυρείται και μια επαγγελματική ένωση ραψωδών που ονομάζονταν «ομηρίδες», οι οποίοι απήγελλαν κάποια εκδοχή των επών, αλλά δεν γνωρίζουμε αν είχαν στην κατοχή τους κάποιο γραπτό κείμενο. Σημαντική θεωρείται στο θέμα της παγίωσης του ομηρικού κειμένου η συμβολή του
Πεισιστράτου που λέγεται ότι καθιέρωσε απαγγελίες του Ομήρου στη γιορτή των
Παναθηναίων με βάση ένα σταθερό κείμενο (η λεγόμενη «πεισιστράτεια διόρθωση»).
Γλώσσα και μέτρο
Το μέτρο της
Ιλιάδας και της
Οδύσσειας είναι ο δακτυλικός εξάμετρος στίχος. Βάση του είναι ο δακτυλικός πους, δηλαδή μια μονάδα που αποτελείται από μία μακρόχρονη συλλαβή και δύο βραχύχρονες (που μπορεί να αντικατασταθούν από μία μακρόχρονη). Ο κάθε στίχος απαρτίζεται από έξι πόδες. Οι πέντε πρώτοι είναι δάκτυλοι και ο έκτος αποτελείται από δύο συλλαβές, την πρώτη υποχρεωτικά μακρόχρονη και τη δεύτερη αδιάφορη. Συνολικά ένας δακτυλικός στίχος μπορεί να αποτελείται από δώδεκα έως δεκαεπτά συλλαβές. Υπάρχει μια ισχυρή νοηματική παύση περίπου στο μέσον του στίχου, καθώς και άλλες μικρότερες που χωρίζουν τον στίχο έως και σε τέσσερις μικρές νοηματικές ενότητες.
[7]
Η γλώσσα του Ομήρου είναι μια τεχνητή γλώσσα, που ποτέ δεν μιλήθηκε, αλλά ήταν κατανοητή σε όλον τον ελληνόφωνο κόσμο.
[8] Το υλικό της προέρχεται από διάφορες διαλέκτους και χρονικές περιόδους. Βάση της είναι η
ιωνική διάλεκτος όπως είχε διαμορφωθεί τον 8ο αι. π.Χ. στα παράλια της Μ. Ασίας. Υπάρχουν ακόμη πολλά
αιολικά στοιχεία, αλλά και τύποι παλαιότεροι που ανάγονται στη
μυκηναϊκή εποχή.
Δωρικά στοιχεία δεν υπάρχουν, ενώ κάποιοι
αττικοί τύποι ενδέχεται να είναι μεταγενέστερες προσθήκες.
[9] Η ύπαρξη πολλών συνώνυμων τύπων που προέρχονταν από ποικίλες διαλέκτους ή περιόδους παρείχε μετρικές ευκολίες στον ποιητή, αφού ανάλογα με τη θέση του στίχου μπορούσε να χρησιμοποιήσει μία από πολλές νοηματικά ισοδύναμες λέξεις. Για παράδειγμα η προσωπική αντωνυμία
σοῦ είχε ισοδύναμους τύπους τα
σεῖο,
σέθεν,
σέο,
σεῦ,
τεοῖο.
[10]
Λογότυποι και τυπικές σκηνές
Από την προφορική επική παράδοση ο Όμηρος είχε κληρονομήσει ένα σύνολο στερεοτυπικού υλικού το οποίο προσάρμοζε ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε περίπτωσης. Η μικρότερη τυπική μονάδα είναι οι σύντομες φράσεις που αποτελούνται από ένα όνομα και επίθετο. Ανάλογα με τη θέση του στίχου, προκύπτουν διάφοροι συνδυασμοί όπως
Παλλὰς Ἀθήνη,
γλαυκῶπις Ἀθήνη,
θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη. Κάποιες φορές τα τυπικά επίθετα χρησιμοποιούνται ακόμη και όταν τα νοηματικά συμφραζόμενα δεν επιτρέπουν τη χρήση τους.
[11] Μεγαλύτερης έκτασης λογότυποι χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν την αρχή και το τέλος μιας ομιλίας, την μετακίνηση ενός ήρωα ή τα γεγονότα των μαχών.
Εκτός από τις εκφραστικές στερεοτυπίες, υπήρχαν και τυποποιημένες ακολουθίες πράξεων για να περιγράψουν εκτενή γεγονότα όπως η θυσία, η ικεσία, η υποδοχή ενός φιλοξενούμενου, ένα γεύμα, μία μονομαχία. Για παράδειγμα η αφήγηση μιας αριστείας, δηλαδή μιας σειράς κατορθωμάτων ενός ήρωα, βασίζεται σε ένα συγκεκριμένο πρότυπο: πρώτα περιγράφεται ο εξοπλισμός του ήρωα. Όταν αρχίζει η μάχη, ο πρωταγωνιστής σκοτώνει κάποιους εχθρούς σε μονομαχίες και έπειτα επιτίθεται εναντίον του εχθρικού στρατού τον οποίο ωθεί σε φυγή. Η καταδίωξη διακόπτεται όταν αυτός πληγώνεται, αλλά με προσευχή σε ένα θεό θεραπεύεται, επιστρέφει στη μάχη και μονομαχεί με τον αρχηγό των εχθρών. Τον σκοτώνει και ακολουθεί μάχη των δύο παρατάξεων για το πτώμα, το οποίο αποκτούν τελικά οι φίλοι του νεκρού με θεϊκή παρέμβαση. Παρά την τυποποίηση, κάθε φορά που εμφανίζονται τυπικές σκηνές υπάρχουν διαφορές στις λεπτομέρειες ανάλογα με τις ανάγκες.
[12]
Εκτενείς παρομοιώσεις
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ομηρικής, τεχνικής, που φαίνεται ότι δεν υπήρχε στα παλαιότερα έπη, είναι οι εκτενείς παρομοιώσεις. Αυτές οι παρομοιώσεις είναι επεκτάσεις των σύντομων παρομοιώσεων: για παράδειγμα η απλή παρομοίωση «επιτέθηκε σαν λιοντάρι» μπορεί να επεκταθεί στην εικόνα ενός πληγωμένου και αγριεμένου λιονταριού που επιτίθεται στους κυνηγούς του, στην εικόνα του λιονταριού που κατασπαράζει το πρόβατα ενός φοβισμένου βοσκού ή στην εικόνα του ζώου που προσπαθεί να προστατέψει τα νεογνά του από τους κυνηγούς.
[13] Ο κόσμος των παρομοιώσεων είναι ο κόσμος της καθημερινής εμπειρίας, που είναι οικείος στον ακροατή / αναγνώστη, και έχει στόχο να βοηθήσει τη φαντασία του αναγνώστη να αντιληφθεί κάτι, συγκρίνοντάς το με μια εικόνα από την άμεση εμπειρία του.
[14] Τα θέματα από τα οποία προέρχονται οι παρομοιώσεις είναι τα φυσικά φαινόμενα (τρικυμίες, αστραπές και βροντές, πυρκαγιές), το κυνήγι, οι επιθέσεις άγριων ζώων και καθημερινές δραστηριότητες όπως η υφαντική, η ξυλουργική, η ποιμενική και αγροτική ζωή.
[15]
Οι εκτενείς παρομοιώσεις δεν είναι απλά διακοσμητικά στοιχεία. Ήδη οι αρχαίοι σχολιαστές είχαν επισημάνει ότι μπορεί να υπάρχουν πολλά σημεία επαφής μεταξύ των συγκρινόμενων όρων.
[16] Μπορεί πίσω από το άμεσο νόημα της σύγκρισης να κρύβεται και ένα δεύτερο, πιο σημαντικό: για παράδειγμα, όταν ο
Οδυσσέας, στο τέλος της ραψωδίας ε της
Οδύσσειας φτάνει ναυαγός στη γη των
Φαιάκων, ξαπλώνει κάτω από ένα σωρό φύλλων και παρομοιάζεται με το κρύψιμο ενός δαυλού στη στάχτη για να παραμείνει αναμμένος. Η άμεση σύγκριση είναι η κάλυψη του Οδυσσέα και του δαυλού, αλλά το βαθύτερο νόημα είναι ότι ο Οδυσσέας προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή τη σπίθα της ζωής.
[17] Άλλοτε μια παρομοίωση μπορεί να προϊδεάζει για το μέλλον, όπως όταν οι Τρώες βλέπουν τον
Αχιλλέα να σέρνει με το άρμα του τον νεκρό
Έκτορα και ο θρήνος τους παρομοιάζεται με το θρήνο των κατοίκων μιας φλεγόμενης πόλης, όπως πράγματι έγινε αργότερα.
[18
Αναφορές
- ↑ Φ.Ι. Κακριδής, Αρχαία ελληνική γραμματολογία, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 35-36.
- ↑ A. Lesky, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μετάφρ. Α. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη 1972, 2η έκδ., σελ. 132-147.
- ↑ Lesky, σελ. 77-78. Κακριδής, σελ. 32.
- ↑ Lesky, σελ. 69-70.
- ↑ Lesky, σελ. 90-91.
- ↑ Lesky, σελ.
- ↑ Lesky, σελ. 105.
- ↑ Lesky, σελ. 107.
- ↑ Lesky, σελ. 106.
- ↑ M. Edwards, Όμηρος: ο ποιητής της Ιλιάδος, μετάφρ. Β. Λιαπής - Ν. Μπεζαντάκος, Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2001, σελ. 62.
- ↑ Edwards, Όμηρος, σελ. 72.
- ↑ Edwards, Όμηρος, σελ. 107
- ↑ Edwards, Όμηρος, σελ. 139
- ↑ M.W. Edwards, Ομήρου Ιλιάδα. Κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τ. Ε΄, ραψωδίες Ρ-Υ, μετάφρ. Μ. Καίσαρ, επιμ. Α. Ρεγκάκος, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 115
- ↑ Edwards, Ομήρου Ιλιάδα, σελ. 115-116.
- ↑ Edwards, Ομήρου Ιλιάδα, σελ. 109
- ↑ Edwards, Όμηρος, σελ. 143.
- ↑ Edwards, Όμηρος, σελ. 144.